Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τῆς γυναικός

См. также в других словарях:

  • ίλιον — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Προϊστορική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βορειοδυτική της χερσόνησο, πρωτεύουσα της Τρωάδας, γνωστή κυρίως ως Τροία (βλ. λ.). 2. Μικρή παράλια πόλη, που χτίστηκε κοντά στο προϊστορικό Ίλιον από τον Μέγα Αλέξανδρο και… …   Dictionary of Greek

  • έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… …   Dictionary of Greek

  • Παρρέν, Καλλιρρόη — (Ρέθυμνο, Κρήτη 1861 – Αθήνα 1940). Ελληνίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας. Εξέδωσε την πρώτη γυναικεία εφημερίδα στην Ελλάδα (Εφημερίς των Κυριών, 1887), όπου συζητούσε και έριχνε φως στα προβλήματα που σχετίζονταν με την ψυχική και πνευματική… …   Dictionary of Greek

  • Codex Cyprius — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 017 Name Cyprius Sign Ke Text Gospels Date …   Wikipedia

  • Ανδριανάκος, Τρύφων — (Λεόντιο Νεμέας 1885 – Αθήνα 1966). Γιατρός. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στη μαιευτική στο πανεπιστήμιο Βερολίνου. Διετέλεσε εσωτερικός γιατρός στο Δημόσιο Μαιευτήριο της Αθήνας, διευθυντής του γυναικολογικού τμήματος …   Dictionary of Greek

  • Codex Tischendorfianus III — For the similarly named manuscripts, see Codex Tischendorfianus II and Codex Tischendorfianus IV. New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 039 …   Wikipedia

  • τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… …   Dictionary of Greek

  • Codex Nanianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 030 Mark 5:18 (Tregelles facsimile edition) …   Wikipedia

  • подроужиѥ — ПОДРОУЖИ|Ѥ (57), ˫А с. Супруг, один из супругов: Мънога же лѣ(т). дарѹи б҃ъ… самомѹ емѹ. и… Θеофанѣ. и чѧдомъ ею и подрѹжиемъ чѧдъ ею. ЕвОстр 1056–1057, 294в (зап.); Слышахъ нѣкы˫а мирьскы˫а лѣнь живѹща. и гл҃авъша къ мънѣ. како можемъ съ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Δρακούλης, Πλάτων — (Ιθάκη 1858 – 1942). Κοινωνιολόγος και δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για τα κοινωνικά ζητήματα και υπήρξε από τους πρώτους Έλληνες που ασχολήθηκαν συστηματικά με αυτά τα θέματα. Από το 1884 έως το 1888… …   Dictionary of Greek

  • Jesus and the woman taken in adultery — Christ and the Woman Taken in Adultery redirects here. For the painting by Bruegel, see Christ and the Woman Taken in Adultery (Bruegel). Christ with the Woman Taken in Adultery, by Guercino, 1621 (Dulwich Picture Gallery). The Pericope Adulterae …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»